αντερί — το (λ. τουρκ.), ρούχο που φορούν οι ιερείς κάτω από το ράσο και που φτάνει ως τα πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Cassock — Not to be confused with Cossack. The cassock, an item of clerical clothing, is an ankle length robe worn by clerics of the Roman Catholic Church, Eastern Orthodox Church, Anglican Church, Lutheran Church and some ministers and ordained officers… … Wikipedia
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κουτνίν — και κοτνί, τὸ (Μ) 1. βαμβακερό ύφασμα, ατλάζι 2. συνεκδ. μεσοφόρι, αντερί από ατλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kutnu] … Dictionary of Greek
anteriu — ANTERÍU, anterie, s.n. Haină lungă purtată de preoţii ortodocşi; sutană. ♦ Haină lungă pe care o purtau în trecut boierii români. ♦ Haină lungă purtată în trecut de lăutari. [var.: anteréu s.n.] – Din tc. anteri. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007 … Dicționar Român